- γωνιασμός
- ο (AM γωνιασμός) [γωνιάζω]το γωνίασμααρχ.φρ. «ἐπῶν γωνιασμοί» — υπερβολικά εξεζητημένοι στίχοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γωνιασμός — squaring off corners masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γωνιασμός — ο βλ. γωνίασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γωνιασμούς — γωνιασμός squaring off corners masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)